παρῳδίας

παρῳδίας
παρῳδίᾱς , παρῳδία
burlesque
fem acc pl
παρῳδίᾱς , παρῳδία
burlesque
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αντιπαρωδώ — ἀντιπαρῳδῶ ( έω) (Α) γράφω παρωδία εναντίον άλλης παρωδίας …   Dictionary of Greek

  • ιλαροτραγωδία — Θεατρικό είδος παρωδίας· η τραγωδία που έχει κωμική έκβαση. Μεταφορικά ι. λέγεται το γεγονός που έχει επίφαση τραγικότητας, αλλά στην ουσία του είναι κωμικό. Μία από τις πρώτες ι. ήταν και η Βατραχομυομαχία. Ωστόσο, μόνο από τα τέλη του 4ου αι. π …   Dictionary of Greek

  • μυθιστόρημα — Λογοτεχνικό είδος που προϋποθέτει μια αφήγηση γεγονότων, σε πεζό λόγο, διαρθρωμένων γύρω από μια «πλοκή» ή γύρω από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, με ιστορικό ή φανταστικό φόντο. Ένας ακριβής ορισμός του μ. παραμένει ωστόσο μάλλον δυσχερής, γιατί με… …   Dictionary of Greek

  • παρωδία — Λογοτεχνική σύνθεση ή θέαμα (πρόζας, επιθεώρησης, χορού, μουσικής, κινηματογράφου) που παρωδεί το περιεχόμενο ή το ύφος και τη γλώσσα ενός άλλου κειμένου ή θεάματος. Το έργο που παρωδείται πρέπει να πληρεί δύο προϋποθέσεις, να είναι σοβαρό και να …   Dictionary of Greek

  • Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… …   Dictionary of Greek

  • Βαχτάνγκοφ, Γεβγένι — (Yevgeni Vakhtangov, Βλαντικαφκάζ, Ορντζονικίτζε 1883 – Μόσχα 1922). Ρώσος σκηνοθέτης και ηθοποιός του θεάτρου. Το 1911 πήρε το δίπλωμα της δραματικής σχολής Αντάσεφ. Τον ανακάλυψε ο Στανισλάφσκι, ο οποίος τον προσέλαβε ως καθηγητή της απαγγελίας …   Dictionary of Greek

  • βιλανέλα ή βιλανέσκα — Μουσικο λογοτεχνική πολυφωνική σύνθεση, που αναπτύχθηκε και διαδόθηκε ιδιαίτερα τον 16ο και 17ο αι. Η σύντομη έκταση, η εκφραστική της απλότητα και το πλάσιμό της, που βρίσκεται μακριά από τον πολύπλοκο αντιστικτικό χαρακτήρα που έχει το… …   Dictionary of Greek

  • Γκέι, Τζον — (John Gay, Μπάρνσταπλ 1685 – Λονδίνο 1732). Άγγλος ποιητής και συγγραφέας. Στενός φίλος του Πόουπ και του Σουίφτ, παρουσιάστηκε στη λογοτεχνική σκηνή το 1708 με το ποίημα Κρασί. Στο θέατρο παρουσιάστηκε το 1712 με το έργο Mohocks, φάρσα ελάσσονος …   Dictionary of Greek

  • Ηγήμων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Η. ο Θάσιος (β’ μισό 5ου αι. π.Χ.). Κωμικός ποιητής και ηθοποιός της αρχαίας αττικής κωμωδίας. Ονομάστηκε εφευρέτης της παρωδίας, με την έννοια ότι για πρώτη φορά τη χρησιμοποίησε ως ιδιαίτερη λογοτεχνική μορφή με… …   Dictionary of Greek

  • Νεστρόι, Γιόχαν — (Johann Nepomuk Eduard Ambrosius Nestroy, Βιέννη 1801 – Γκρατς 1862). Αυστριακός θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως λυρικός τραγουδιστής, αλλά πολύ γρήγορα αφοσιώθηκε στο δραματικό θέατρο και συνεργάστηκε με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”